μίκρ'

μίκρ'
μῑκρά , μικρός
small
neut nom/voc/acc pl
μῑκρά̱ , μικρός
small
fem nom/voc/acc dual
μῑκρά̱ , μικρός
small
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
μῑκρέ , μικρός
small
masc voc sg
μῑκραί , μικρός
small
fem nom/voc pl
μῑκρά , σμικρός
small
neut nom/voc/acc pl
μῑκρά̱ , σμικρός
small
fem nom/voc/acc dual
μῑκρά̱ , σμικρός
small
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
μῑκρέ , σμικρός
small
masc voc sg
μῑκραί , σμικρός
small
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Великая Русь —  История России …   Википедия

  • Русь (название) — У этого термина существуют и другие значения, см. Русь (значения). Как следует из летописных источников, государство восточных славян Русь получило своё название по варягам руси. До призвания варягов территорию первого русского государства… …   Википедия

  • -άκι — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ άκι, μικρ άκι) …   Dictionary of Greek

  • Μικρογένεσις — Μικρογένεσις, ἡ (Α) η μικρή Γένεσις, από τα απόκρυφα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γένεσις] …   Dictionary of Greek

  • Χριστούλης — ο, Ν (υποκορ. τού Χριστός και με θωπευτική σημ.) καλός, γλυκός ή μικρός Χριστός («κάνε την προσευχή σου στον Χριστούλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • κοντούτσικος — η, ο κάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος, στεν ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • μίκρασπις — και σμίκρασπις, ιδος, ό και ἡ (Α) αυτός που έχει μικρή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. ρίψ ασπις] …   Dictionary of Greek

  • μικράνθρωπος — ο άνθρωπος μικρός, ευτελής, μηδαμινός, ανθρωπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”