μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Великая Русь — История России … Википедия
Русь (название) — У этого термина существуют и другие значения, см. Русь (значения). Как следует из летописных источников, государство восточных славян Русь получило своё название по варягам руси. До призвания варягов территорию первого русского государства… … Википедия
-άκι — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ άκι, μικρ άκι) … Dictionary of Greek
Μικρογένεσις — Μικρογένεσις, ἡ (Α) η μικρή Γένεσις, από τα απόκρυφα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γένεσις] … Dictionary of Greek
Χριστούλης — ο, Ν (υποκορ. τού Χριστός και με θωπευτική σημ.) καλός, γλυκός ή μικρός Χριστός («κάνε την προσευχή σου στον Χριστούλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek
κοντούτσικος — η, ο κάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος, στεν ούτσικος)] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
μίκρασπις — και σμίκρασπις, ιδος, ό και ἡ (Α) αυτός που έχει μικρή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. ρίψ ασπις] … Dictionary of Greek
μικράνθρωπος — ο άνθρωπος μικρός, ευτελής, μηδαμινός, ανθρωπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek